- ξεϊδρώνω
- αμετ. остывать (после испарины)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεϊδρώνω — ξεϊδρώνω, ξεΐδρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεϊδρώνω — ξεΐδρωσα, ξεϊδρωμένος, παύω να είμαι ιδρωμένος: Δύσκολα ξεϊδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεϊδρώνω — και ξιδρώνω 1. παύω να ιδρώνω, παύω να είμαι ιδρωμένος 2. αναπαύομαι και στεγνώνω από τον ιδρώτα ύστερα από έντονη σωματική προσπάθεια … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεΐδρωμα — το το αποτέλεσμα τού ξεϊδρώνω, το σταμάτημα τής εφίδρωσης … Dictionary of Greek
ξιδρώνω — βλ. ξεϊδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)